Αυξητική τάση του καρκίνου παχέος εντέρου σε νεότερες ηλικίες

Μέχρι πρόσφατα ένα από τα δόγματα της παγκόσμιας χειρουργικής κοινότητας ήταν η εμφάνιση κρουσμάτων καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού σε άτομα μεγάλης ηλικίας. Σύμφωνα με την παραδοχή αυτή, οι κατευθυντήριες οδηγίες συνιστούσαν ακράδαντα, την έναρξη του προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) στην ηλικία των 50 ετών. Νέα δεδομένα όμως έρχονται στην επιφάνεια μετά από μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα οποία καταδεικνύουν την αυξητική τάση εμφάνισης καρκίνου παχέος εντέρου σε άτονα μικρότερης ηλικίας και πιο συγκεκριμένα σε άτομα κάτω των 50 ετών.

Στην πρώτη μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα, (Cancer Journal) 1 στους 7 νέους καρκίνους εμφανίζεται σε άτομα κάτω των 50 ετών, δηλαδή πριν την ηλικία έναρξης του προσυμπτωματικού ελέγχου. Για να γίνει κατανοητή η σημασία αυτής της παρατήρησης, σημειώνεται ότι το αντίστοιχο ποσοστό καρκίνου μαστού σε άτομα πριν τον προσυμπτωματικό έλεγχο είναι 1 στις 20 περιπτώσεις.

Σε μελέτη του πανεπιστημίου του Michigan, σε σύνολο 258.024 περιπτώσεων καρκίνου παχέος εντέρου και ορθού, οι 37.847 αφορούσαν άτομα κάτω των 50 ετών, με μέση ηλικία εμφάνισης τα 42,2 έτη. Μάλιστα στην ίδια μελέτη διαπιστώθηκε ότι η τα νεότερα άτομα παρουσίαζαν καρκίνο σε πιο προχωρημένο στάδιο σε σχέση με άτομα μεγαλύτερης ηλικία. Και στη μελέτη αυτή το ηλικιακό όριο στις 2 ομάδες υπό σύγκριση ήταν τα 50 έτη. Παράλληλα, οι νεότεροι ασθενείς είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης απομακρυσμένων εντοπίσεων (μεταστάσεων) τη στιγμή της διάγνωσης. Εντούτοις, οι νεότεροι ασθενείς παρουσιάζουν καλύτερα ποσοστά ανταπόκρισης στη θεραπεία καθώς και καλύτερα ποσοστά συνολικής επιβίωσης.

Εύλογα λοιπόν εγείρονται νέα ερωτήματα σχετικά με το χειρισμό και την τροποποίηση του screening σε νέους ασθενείς ώστε να προληφθεί αυτό το ανησυχητικό φαινόμενο. Οι μελέτες καταλήγουν στη διαπίστωση ότι θα πρέπει να συζητηθεί και ενδεχομένως να αναθεωρηθεί το ηλικιακό όριο των 50 ετών και να συμπεριληφθούν και νεότεροι εξεταζόμενοι. Παράλληλα, θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη έμφαση και προσοχή όταν εμφανίζονται νέοι ασθενείς που παραπονούνται για συμπτώματα, όπως αίμα στις κενώσεις, αλλαγή στις εντερικές συνήθειες, κοιλιακό άλγος ή ακόμα και αναιμία. Δυστυχώς ρόλο παίζει και ο μειωμένος εφησυχασμός των θεραπόντων όταν αντιμετωπίζουν τέτοιες περιπτώσεις. Απαιτείται λοιπόν διαρκής επαγρύπνηση και συχνή επικοινωνία με τους ασθενείς ώστε να προβαίνουν σε συμπληρωματικές διαγνωστικές εξετάσεις, όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.

Συμπερασματικά, οι νέες αυτές μελέτες αποτελούν ένα σήμα αφύπνισης για την ιατρική κοινότητα και πιθανόν στο μέλλον να αποτελέσουν τη βάση αλλαγής του τρόπου αντιμετώπισης των ασθενών αυτών, ώστε να επιτευχθούν τα καλύτερα θεραπευτικά αποτελέσματα.

Leave a reply